- λοφοπλαγιά
- ηπλαγιά λόφου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λοφοπλαγιά — η η πλαγιά του λόφου: Αντικρίσαμε λοφοπλαγιές γεμάτες δέντρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek
Ιρούν — (Irun). Πόλη (56.600 κάτ. το 2000) της Ισπανίας, στην επαρχία Γκιπούκοα, 15 χλμ. ανατολικά του Σαν Σεμπαστιάν, στην αριστερή όχθη του ποταμού Μπιντασόα, στην περιοχή των Βάσκων. Την περίοδο του ισπανικού εμφυλίου πολέμου ο εθνικός στρατός… … Dictionary of Greek
Κωνσεντία — Αρχαία ελληνική πόλη της Κάτω Ιταλίας, μεταξύ Τερίνης και Ιππωνίου. Ήταν χτισμένη πάνω σε μια λοφοπλαγιά, στις πηγές των ποταμών Κράθιδα και Βουσέντη. Η Κ. αναφέρεται πρώτη φορά στην ιστορία ως τοποθεσία ταφής του Αλέξανδρου Α’, αδελφού της… … Dictionary of Greek